- υπερβριθής
- -ές, Αβαρυφορτωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι-βριθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερβριθεῖς — ὑπερβρῑθεῖς , ὑπερβριθής masc/fem acc pl ὑπερβρῑθεῖς , ὑπερβριθής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβριθές — ὑπερβρῑθές , ὑπερβριθής masc/fem voc sg ὑπερβρῑθές , ὑπερβριθής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek